- ἐμπέπηγε
- ἐμπήγνυμιfixperf imperat act 2nd sgἐμπήγνυμιfixperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδυρτός — ὀδυρτός, ή, όν (Α) [οδύρομαι] 1. αξιοθρήνητος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek